Τα ψηφιακά μοτίβα, που συναντούμε παντού σήμερα και τα έχουμε μάθει κυρίως λόγω των ηλεκτρονικών καταλόγων, δηλαδή των ψηφιακών μενού , έχουν μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Τα quick response code, δηλαδή τα QR code αναπτύχθηκαν στην Ιαπωνία λόγω των αυξημένων απαιτήσεων.
Και αισίως φτάσαμε στο σήμερα, που η χρήση τους καθίσταται αναγκαία για κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να αναπτυχθεί και να επιτύχει την επέκτασή της μέσω της βελτιστοποίησης των διαδικασιών και του μεγαλύτερου κέρδους.
Ας δούμε λοιπόν την ιστορία πίσω από τα QR code.
Δεκαετία 1960: Ο γραμμωτός κώδικας
Μπορεί σήμερα τα QR code να τα χρησιμοποιούμε σε πάσης φύσεως επιχειρήσεις, η αλήθεια είναι όμως, πως το πρώτο βήμα έγινε με την εισαγωγή του γραμμωτού κώδικα, δηλαδή του barcode, στα σούπερ μάρκετ της Ιαπωνίας.
Ειδικότερα, τη δεκαετία του 1960, όταν η Ιαπωνία εισήλθε στην περίοδο υψηλής οικονομικής ανάπτυξής της, σε πολλές γειτονιές άρχισαν να εμφανίζονται σούπερ μάρκετ που πωλούσαν ένα ευρύ φάσμα εμπορευμάτων, από τρόφιμα μέχρι ρούχα. Οι ταμειακές μηχανές που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν στα ταμεία σε αυτά τα καταστήματα απαιτούσαν τη μη αυτόματη πληκτρολόγηση της τιμής.
Έτσι, λοιπόν αναπτύχθηκε το barcode και στη συνέχεια το POS, στο οποίο η τιμή ενός εμπορεύματος εμφανιζόταν αυτόματα στο ταμείο όταν γινόταν σάρωση του barcode στο αντικείμενο και οι πληροφορίες για το προϊόν αποστέλλονταν ταυτόχρονα σε έναν υπολογιστή.
Ωστόσο, παρά τη μεγάλη χρηστικότητά τους, τα barcode είχαν πολλούς περιορισμούς. Εν ολίγοις, το barcode μπορούσε να περιέχει μόνο 20 αλφαριθμητικούς χαρακτήρες. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως η οι πληροφορίες που αποθηκεύονταν ήταν λίγες.
Η ανάπτυξη των QR code: Η λύση στο πρόβλημα των barcode
Ο περιορισμός με τους 20 αλφαριθμητικούς χαρακτήρες σήμαινει ότι ορισμένα προϊόντα έπρεπε να φέρουν επωνυμία με έως και 10 γραμμωτούς κώδικες για να περιέχουν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες. Ήταν σαφώς εξαντλητικό να σαρώνουν οι εργαζόμενοι όλα τα barcode χιλιάδες φορές την ημέρα.
Με αφορμή αυτό, αλλά και το ιαπωνικό παιχνίδι Go, ο μηχανικός της Denso Wave, Masahiro Hara, έφερε τη λύση στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Προσπαθώντας λοιπόν να κωδικοποιήσει πολύ μεγαλύτερο όγκο πληροφορίας, ο Hara επιχείρησε να δημιουργήσει έναν δισδιάστατο κώδικα, που θα αντικαθιστούσε το barcode.
Έτσι, κι έγινε. Το 1994, ο Ιάπωνας μηχανικός κατόρθωσε να αναπτύξει ένα δισδιάστατο πλέγμα, δηλαδή το QR code, το οποίο όχι μόνο επέτρεπε τη μεγαλύτερη αποθήκευση πληροφοριών, αλλά και την ταχύτερη ανάγνωσή τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τη ρηξικέλευθη κίνηση του Hara, o όγκος των πληροφοριών που πρέπει να μεταδοθούν καθορίζει το μέγεθος ενός πλέγματος QR, από το μικρότερο (21 επί 21 «ενότητες») έως το μεγαλύτερο (177 επί 177). Εάν, για παράδειγμα, πρέπει να κωδικοποιήσετε έναν αριθμό 100 ψηφίων, θα χρειαστείτε ένα QR 29 επί 29.
Από το 2002 στο σήμερα
Άξιο αναφοράς για την ιστορία των QR code, είναι το ότι ο Hara, επέλεξε να διατηρήσει τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά όχι να τα ασκήσει. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως η χρήση των QR code έγινε ελεύθερη για τις επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο.
Και καθώς η χρήση των QR code έγινε διαθέσιμη στο ευρύ κενό, πολλοί ήταν εκείνοι που πειραματίστηκαν. Και λόγω αυτού του πειραματισμού, τα QR code ξεκίνησαν αν αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας.
Συγκεκριμένα, η ανακάλυψη που μας έφερε κοντά στα Quick Response code ήταν η ενσωμάτωση του προγράμματος ανάγνωσης κωδικών QR στο κινητό τηλέφωνο, που κυκλοφόρησε η Sharp το 2002.
Έκτοτε γίνονται συνεχώς αναβαθμίσεις και βελτιστοποιήσεις στα QR code και ο κάθε ένας δύναται να έχει πρόσβαση στις κωδικοποιημένες πληροφορίες των κωδικών αυτών σε λίγα δευτερόλεπτα απλά και μόνο χρησιμοποιώντας το κινητό του τηλέφωνο.
Φτάνοντας λοιπόν στο σήμερα, μπορούμε με ευκολία να πούμε πως η χρήση των QR code αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα κάθε επιχείρησης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη χρήση τους στα ανέπαφα μενού, τα οποία αποτελούν τη νέα τάση στην εστίαση.